Λίστα αντικειμένων
Λίγες μέρες πριν την έλευση του ευρώ και σχεδόν ένα περίπου χρόνο μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ, η Νέα Δημοκρατία δικαιώνεται απόλυτα για την κριτική που ασκεί αναφορικά με την οικονομική πολιτική. Η κριτική αυτή, με κύριο άξονα την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την υψηλότατη ανεργία, είχε δύο επίπεδα. Πρώτον, εστιαζόταν στο γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε δώσει απόλυτη προτεραιότητα στην ονομαστική σύγκλιση, παραγνωρίζοντας την πραγματική οικονομία. Δεύτερον, ότι και αυτή ακόμη η πολιτική της ονομαστικής σύγκλισης είχε από μόνη της εξαιρετικές αδυναμίες, αφού ήταν κατά βάση εισπρακτική και έδινε έμφαση στους φόρους, τις μετοχοποιήσεις, τις κάλπικες ιδιωτικοποιήσεις, τη «δημιουργική λογιστική» και τα κρυφά χρέη, που δημιούργησαν οι απανωτές προεισπράξεις μελλοντικών εσόδων. Η υιοθέτηση του ευρώ επιτάσσει τη δημιουργία αυτόνομων δομών αυτοτροφοδότησης της οικονομίας της, με στόχο τη σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, ακόμη και όταν αύριο κλείσουν οι στρόφιγγες των ευρωπαϊκών κονδυλίων. δυστυχώς, όμως, με το δείκτη της ανεργίας «κολλημένο» σε απαράδεκτα επίπεδα, το ζητούμενο για την οικονομία μας παραμένει και πάλι το ίδιο: η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα ένα άλλο διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής. Το έχουμε ξαναπεί. Το οικονομικό πρόβλημα της χώρας είναι στη βάση του Πολιτικό. Χρειάζεται επειγόντως μια νέα οικονομική πολιτική με άμεσο στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την εξ αυτού πτώση της ανεργίας, που θα σπάσει την ακυβερνησία και τον κύκλο της απραξίας που χαρακτήρισε το κυβερνητικό έργο μετά τις εκλογές του Απριλίου 2000. Μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης και όλων όσων ακολούθησαν, η ψύχραιμη εξέταση των οικονομικών δεικτών και δεδομένων αποκαλύπτει μια σειρά από σημαντικά προβλήματα που σχετίζονται με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την ακαμψία των δεικτών της ανεργίας. Είναι φανερό ότι το οικονομικό κλίμα στη χώρα έχει πάρει την κατιούσα και είναι χειρότερο από ότι ήταν πριν από ένα περίπου χρόνο. Τα στοιχεία που συνηγορούν σε αυτό είναι πολλά και τα κυριότερα εξ αυτών ακολουθούν: 1. Η ανεργία κινείται μεταξύ του 11-12%: ένας στους τρεις νέους είναι άνεργος και, εκτός άλλων, η ΕΣΥΕ παραποιεί, μεθοδεύει και κατασκευάζει ανύπαρκτα στοιχεία που αφορούν την ανεργία. 2. Το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων παραμένει στάσιμο και οι προσδοκίες των νοικοκυριών αρνητικές. 3. Οι κίνδυνοι της προεξόφλησης εντείνουν τα δημοσιονομικά αδιέξοδα και οδηγούν σε εκρηκτική άνοδο του αφανούς δημοσίου χρέους, μέσω μεθοδεύσεων, όπως τα προέσοδα, τα προμέτοχα και οι γενικότερες προεξοφλήσεις μελλοντικών εσόδων, που υπομονεύουν το μέλλον και το ισοζύγιο με τις επερχόμενες γενεές. 4. Η υλοποίηση του Γ’ Κ.Π.Σ. καθυστερεί περίπου 20 μήνες, ενώ και αυτό ακόμη το Β΄Κ.Π.Σ. παρουσιάζει καθυστερήσεις της τάξης του 1 τρις. δραχμών (τελευταία δόση του 20% για τα υπόλοιπα προγράμματα). 5. Το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων είναι ψευδεπίγραφο αφού, όπως έχουμε τονίσει τόσες και τόσες φορές, πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές δε γίνονται με στρατηγικούς εταίρους, μετοχοποιήσεις και αποκρατικοποιήσεις. 6. Η συνολική φορολογική μεταρρύθμιση συνεχώς αναβάλλεται, το φορολογικό σύστημα παραμένει άδικο και δαιδαλώδες. Οι αδυναμίες αυτές συνδέονται άμεσα με τη δραματική κατάσταση που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα νοικοκυριά με τους χιλιάδες ανέργους και κυρίως τους νέους. Οι παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής είναι μεγάλες και πολλές. Κατόπιν όλων των ανωτέρω ερωτάται ο κ. Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών: 1.Γιατί το γενικό πλαίσιο της ακολουθούμενης πολιτικής δε στοχεύει και δε θέτει ως πρώτο μικρο-μακροοικονομικό στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την εξ’ αυτού μείωση της μάστιγας που λέγεται ανεργία; 2. Γιατί η κυβέρνηση επιμένει σε λάθος οικονομική πολιτική, αφού η Ελλάδα «ξέφυγε» και παραμένει μονίμως πλέον στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ένωσης; 3. Γιατί δεν αναγνωρίζει η κυβέρνηση το γεγονός ότι τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ισοδυναμούν ή μεταφράζονται στο ότι συνεχώς χάνουμε θέσεις απασχόλησης στον τόπο μας και πριονίζουμε την ίδια οικονομική μας βάση, υπονομεύοντας μάλιστα το μέλλον της ελληνικής οικονομίας; 4. Γιατί καθυστερούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως, λόγου χάρη, η απελευθέρωση των αγορών, η απελευθέρωση αγοράς εργασίας, οι πραγματικές ιδιωτικοποιήσεις και κατά συνέπεια , η πραγματική σύγκλιση με τους εταίρους μας στην Ευρώπη; 5. Γιατί το Υπουργείο τηρεί «σιγή ασυρμάτου» σε όλα όσα καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι στην Εθνική στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, σχετικά με τα στοιχεία του Δ’ τριμήνου του 2000; Τι έγινε με τη σχετική ΕΔΕ που «διέταξε» για να «ελέγξει» τον εαυτό του ο κ. Γενικός Γραμματέας της ΕΣΥΕ; 2. ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις ενώ αποτελούν στην χώρα μας το βασικό πυρήνα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αντιμετωπίζουν σειρά προβλημάτων λόγω της συνεχιζόμενης αδιαφορίας της Κυβέρνησης, της μακροχρόνιας έλλειψης προγραμματισμού, της κακοδιαχείρισης και διασπάθισης κονδυλίων και της διάκρισης προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ οι μικρές αποδεδειγμένα έχουν την δυνατότητα να απορροφούν τους κραδασμούς της ανεργίας στην οικονομία και στην κοινωνία της χώρας. Στην Ε.Ε. οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (micro enterprises), 0-9 άτομα, ανέρχονται στο 93% και απασχολούν το 34% των εργαζομένων. Στην Ελλάδα, οι πολύ μικρές αυτές επιχειρήσεις αποτελούν το 97% του συνόλου και απασχολούν το 55.6% των εργαζομένων. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο, διαπιστώθηκε ότι η εξέλιξη της απασχόλησης ήταν πιο ευνοϊκή για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η ανάκαμψη της απασχόλησης, που πραγματοποιήθηκε στις μικρές επιχειρήσεις από το 1995, σήμερα έχει ξεπεράσει τα αρχικά επίπεδα του 1990. Αντίθετα, από τις επιχειρήσεις των άλλων μεγεθών, που άρχισαν να ανακάμπτουν από το 1997 και ακόμα δεν έχουν φτάσει τα επίπεδα του 1990. Επιπλέον, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 άτομα) ιεραρχούν ως μεγαλύτερο πρόβλημα τη δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε διαπιστώνοντας την σημαντικότητα του ρόλου των ΜΜΕ, έχουν εφαρμόσει πολιτικές ενίσχυσης των νεοϊδρυόμενων επιχειρήσεων και αύξησης του κεφαλαίου των ήδη υπαρχόντων, με την χρήση χρηματοοικονομικών εργαλείων και φορολογικών κινήτρων και παράλληλα λαμβάνουν μέτρα για τον διοικητικό εκσυγχρονισμό του κράτους, την ορθολογική διαχείριση του κρατικού μηχανισμού και την αποκέντρωση. Σε όλες, επίσης, τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου έχει υιοθετηθεί ενιαία και σαφής αναπτυξιακή πολιτική υποστήριξης των ΜΜΕ. Στις Η.Π.Α. υπάρχει ο S.B.A.(Small Business Administration), με εκατοντάδες σημεία στήριξης σε όλη τη χώρα για την ανάπτυξη ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις ΜΜΕ. Στον Καναδά υπάρχουν παρόμοια κέντρα παροχής υπηρεσιών, που απευθύνονται σε επιχειρήσεις μέχρι 40 άτομα . Στην Βρετανία, υπάρχει η υπηρεσία εξυπηρέτησης μικρών επιχειρήσεων S.B.S. (Small Business Services). Στην Γαλλία υπάρχουν τα Κέντρα Διατύπωσης Επιχειρήσεων (Κ.Ε.Δ.). Αντίθετα με την πρακτική όλων των αναπτυγμένων χωρών και ενάντια σε κάθε λογική ανταγωνιστικότητας, στην Ελλάδα, υπάρχουν διάφοροι φορείς εθνικής εμβέλειας (ΥΠΕΘΟ, Υπουργείο Ανάπτυξης, Υπουργείο Γεωργίας, Υπουργείο Εργασίας, ΕΟΜΜΕΧ, ΟΑΕΔ, ΕΟΤ, ΟΠΕ, ΕΛΟΤ κ.λ.π) ή τοπικού χαρακτήρα (Επιμελητήρια, Νομαρχίες, Κλαδικά Ινστιτούτα, Αναπτυξιακές Εταιρείες κλπ), οι οποίοι ασχολούνται με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων παροχής υπηρεσιών στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, αποσπασματικά, χωρίς συντονισμό και έλλειψη αναπτυξιακής πολιτικής με αποτέλεσμα την διαρκή αλληλοκάλυψη των παρεχομένων υπηρεσιών στις ΜΜΕ, με συνέπεια: Να επικρατεί προβληματισμός, άγνοια και σύγχυση στους επιχειρηματίες, ως προς τον αρμόδιο φορέα που θα πρέπει να απευθυνθούν για να ζητήσουν βοήθεια. Να γίνεται ελάχιστη ή καθόλου αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, ιδιαιτέρως από τις επιχειρήσεις της περιφέρειας, αλλά και εκείνες τις μικρού μεγέθους, που έχουν συνήθως και τα μεγαλύτερα προβλήματα πρόσβασης στις πηγές βοήθειας και πληροφόρησης. Να επιβαρύνονται οι ΜΜΕ με αυξημένα κόστη και χρονοβόρες διαδικασίες, εντελώς δυσανάλογες με τις δυνατότητες τους και το τελικό αποτέλεσμα. Επίσης, καμία ουσιαστική υποδομή υποστήριξης των ΜΜΕ, για την προσέγγιση και πρόσβαση σε αγορές του εξωτερικού δεν έχει δημιουργηθεί, παρ’όλη την συνεχιζόμενη μείωση των εξαγωγών και την ανάγκη έγκαιρης πρόσβασης στις αγορές αυτές για να μην εξαλειφθούν τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα διαθέτει ακόμα η Ελλάδα. Ο Εθνικός Αναπτυξιακός Νόμος 2601, ουσιαστικά αποβάλει τις ΜΜΕ με την προϋπόθεση που θέτει για την πενταετή λειτουργία μίας επιχείρησης. Οι 700.000 και πλέον ΜΜΕ της χώρας δεν ιδρύθηκαν την τελευταία πενταετία και με δυσκολία μπορούν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Έτσι κατ’επέκταση, δεν αξιοποιούν τις φοροαπαλλαγές αυτού του Νόμου και ουσιαστικά δεν ωφελούνται από αυτόν. Όπως αποδείχθηκε από την υλοποίηση των δύο προηγούμενων νόμων 1262/82 και 1892/90, μόνο μεγάλες επιχειρήσεις έχουν όφελος από φοροαπαλλαγές. Το αρνητικό πνεύμα για τις ΜΜΕ, διαχέεται και στα Κοινοτικά Προγράμματα, μέρος των οποίων διαχειρίζεται και το ΥΠΑΝ, του οποίου μέχρι πρόσφατα ήσασταν Υπουργός. Τα όποια επενδυτικά προγράμματα για τις ΜΜΕ, αντλούνται αποκλειστικά από τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες συμμετέχουν ταυτόχρονα με τις μικρές σε αυτά και λόγω των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους έχουν σαφές προβάδισμα. Αυτό οφείλεται, στην ενιαία αντιμετώπιση των επιχειρήσεων και στο μη σαφή καταμερισμό κονδυλίων για τις πολύ μικρού μεγέθους επιχειρήσεις (0-9 άτομα) όπου είναι και το 97% του συνόλου. Η κακή εφαρμογή της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τις ΜΜΕ, στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο, έχει σαν αποτέλεσμα, οι περισσότερες ΜΜΕ της χώρας μας να βλέπουν μειονεκτήματα από την εφαρμοζόμενη πολιτική της Ε.Ε, ενώ αντίθετα στην Ε.Ε μόνο το 10% των ΜΜΕ βλέπει μειονεκτήματα από την πολιτική αυτή. Κατόπιν όλων των ανωτέρω ερωτάται ο κ. Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών: Για το ότι δεν υπάρχει φορέας ούτε ενιαία επιχειρησιακή πολιτική, βάσει της οποίας να προβλέπονται, οργανώνονται και αναπτύσσονται όλες οι δραστηριότητες χρηματοδότησης και υποστήριξης που αφορούν τις Μικρομεσαίες επιχειρήσεις . Για την ανυπαρξία πολιτικής αντιμετώπισης της χρηματοδότησης των πολύ μικρών επιχειρήσεων μέσω Αναπτυξιακού Νόμου 2601, οι οποίες είναι το 97% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και απασχολούν το 56% των εργαζομένων. Για την στέρηση άντλησης κεφαλαίων χρηματοδότησης των πολύ μικρών επιχειρήσεων, από κοινοτικά προγράμματα, τα οποία απορροφώνται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, επειδή δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεγέθους των επιχειρήσεων και σαφής καταμερισμός κονδυλίων ανά τάξη μεγέθους. Για το ότι δεν υπάρχει καμία βοήθεια των χειροτεχνικών επιχειρήσεων και οικοτεχνίας που ασχολούνται παραγωγικά με τον παραδοσιακό πλούτο και τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας και μάλιστα τώρα, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. για την ανυπαρξία υποστήριξης και προώθησης των Ελληνικών ΜΜΕ προς τις αγορές του εξωτερικού. 3.ΘΕΜΑ: ΠΑΝΩΤΟΚΙΑ Η νομοθετική ρύθμιση των οφειλών στις Τράπεζες από δάνεια, των γνωστών «πανωτοκίων» με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 αποδεικνύεται αναποτελεσματική, εσφαλμένη και άδικη ένα περίπου εξάμηνο μετά την ισχύ της. Η συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής αποδεικνύει τις αδυναμίες της, που παρεισέφρυσαν με σύμπραξη της κυβέρνησης. Παράλληλα η πληθώρα των εξαιρέσεων υπαγωγής στην ρύθμιση την συρρικνώνει σε πολύ λίγες περιπτώσεις και δημιουργεί ένα καθεστώς άδικης και άνισης μεταχείρισης πολλών κατηγοριών δανειοληπτών. Πέρα όμως από αυτά η προσθήκη στο ποσό-βάση του 50% του αρχικού κεφαλαίου και η υπερβολική επιβάρυνση του αρχικού κεφαλαίου των ανοικτών λογαριασμών με τους τόκους μέχρι και ένα έτος μετά την τελευταία εκταμίευση εκτινάσσει στα ύψη το οφειλόμενο ποσό όταν πολλαπλασιάζεται επί 4 ή 3 ή 2. Ειδικότερα: Οι Τράπεζες για το ποσό – βάση, στο οποίο προστίθεται το 50% και πολλαπλασιάζεται με τους γνωστούς συντελεστές, δεν λαμβάνουν το κατά το άρθρο 42 «ληφθέν δάνειο» δηλαδή το αρχικό κεφάλαιο, αλλά λαμβάνουν ως ποσό των διαταγών πληρωμής ή των αποφάσεων, επί του οποίου προσθέτουν το 50% και το πολλαπλασιάζουν με τους ανωτέρω συντελεστές. Το αποτέλεσμα είναι το χρέος να μην περιορίζεται στο 6πλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου, όπως υποσχέθηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, αλλά να υπερβαίνει και το 12πλάσιο!! Στο αυτό συμπέρασμα οδηγούμεθα και στις περιπτώσεις των ανοικτών λογαριασμών. Οι Τράπεζες δεν χορηγούν πλήρη αντίγραφα του δανειστικού φακέλου του δανειολήπτη, αλλά κάποια έγγραφα κατ’επιλογή τους, προφανώς για να μην καθίσταται δυνατή στον δανειολήπτη η απόδειξη γεγονότων, που εκείνες δεν θέλουν να αποδεικνύονται. Αλλά και για τα χορηγούμενα ελάχιστα αντίγραφα αξιούν την καταβολή και 1000 δρχ. ανά έγγραφο ή κατ’αποκοπή 25.000!!! Για τη μη χορήγηση αντιγράφου ολοκλήρου του φακέλου δικαιολογούνται στηριζόμενες στη γνωστή εγκύκλιο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, που παρά το νόμο και ασφαλώς υπηρετώντας τα συμφέροντα των Τραπεζών ορίζει ότι υποχρεούται να δίδουν αντίγραφα των δανειστικών συμβάσεων και κατάσταση με ανάλυση του ύψους της οφειλής, καθώς και αντίγραφα των καρτελών και παραστατικών εφόσον υφίστανται!! Με την παράνομη και ύποπτη «ερμηνεία» του αυτή ο Υπουργός ακύρωσε στην πράξη ο ίδιος το νόμο του και εξέθεσε και τον εαυτό του και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό!! Οι Τράπεζες συνεχίζουν να καλούν και δανειολήπτες για να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με βάση δικές τους αποφάσεις και εγκυκλίους και όχι με βάση το άρθρο 42 διαδίδουσες ότι οι ρυθμίσεις με βάση αυτό είναι δυσμενέστερες για τους δανειολήπτες από τις δικές τους. Άλλωστε ο νόμος δεν τις απειλεί με κυρώσεις αν αρνηθούν εφαρμογή του άρθρου 42. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι η διατήρηση της ισχύος της παρ.9 του άρθρου 30 του ν.2879/2000, που εξαιρεί από τη ρύθμιση μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και ιδιωτών για τους οποίους εκδόθηκαν «ατομικές ή γενικές αποφάσεις» ή διέπονται από τους εκεί αναφερόμενους νόμους ή υπάρχει εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π. Η εξαίρεση των περιπτώσεων αυτών είναι άδικη και δημιουργεί καθεστώς άνισης μεταχείρισης και διατηρεί την έκταση και την οξύτητα του όλου προβλήματος. Ούτε ο Υπουργός έπεισε για την αναγκαιότητα αυτών των εξαιρέσεων!! Από όλα αυτά, αλλά και από πολλές άλλες ασάφειες του άρθρου 42, που δίδουν δικαίωμα παρερμηνειών βλαπτικών για τα συμφέροντα των δανειοληπτών, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με αποκλειστική ευθύνη της Κυβέρνησης το πρόβλημα των «πανωτοκίων» όπως ευρύτατα είναι γνωστό ή το πρόβλημα των οφειλών τους προς τις Τράπεζες που επιβαρύνθηκαν με υπερβολικούς συμβατικούς τόκους ή τόκους υπερημερίας και τόκους τόκων, όπως είναι ακριβέστερο, δεν λύθηκε και συνεχίζει να καταταλαιπωρεί μεγάλο μέρος του Ελληνικού λαού και να εμποδίζει την ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας. Απόδειξη αυτού είναι και το ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη με πολλές αποφάσεις της αναγνώρισε το καταχρηστικό και το παράνομο πολλών όρων των δανειστικών συμβάσεων!!! Κατόπιν όλων των ανωτέρω ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Γεωργίας: Οι κ.κ. Υπουργοί για την κυβερνητική πολιτική στο πρόβλημα της αντιμετώπισης της ρύθμισης των δανείων, που υπερφορτώθηκαν με υπέρογκους συμβατικούς τόκους και κυρίως με παράνομους τόκους υπερημερίας και τόκους τόκων σε μικρότερα των νομίμων χρονικά όρια και όχι μόνον για την μη επίλυση του παρά τις υποδείξεις σύσσωμης της Εθνικής Αντιπροσωπείας, αλλά και για την υπομόνευση της γενομένης ρύθμισης από την ίδια την Κυβέρνηση.
Αρχική Σελίδα | Login | Sitemap | Επικοινωνία |