Loading...
 Start Page
ΑΝΑΓΚΗ ΤΑΧΕΙΑΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Οι σημαντικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα διεθνώς, η υποχρέωση ενσωμάτωσης στο ελληνικό τραπεζικό δίκαιο των σχετικών κοινοτικών Οδηγιών, καθώς και η ουσιαστική ανάγκη για βελτίωση της αποτελεσματικότητας, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και αναδιάρθρωση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, οδήγησαν στη λήψη μιας σειράς μέτρων που απέβλεπαν στον εκσυγχρονισμό των συστημάτων τους καθώς και την προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες της αγοράς.

 

Έτσι, από το 1987 το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά εισέρχεται στη φάση της σταδιακής απελευθέρωσής του από τους διοικητικούς περιορισμούς, τους ειδικούς πιστωτικούς κανόνες και τον καθορισμό των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ελλάδος. Βέβαια το πλαίσιο λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων μεταβλήθηκε σημαντικά ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της κίνησης των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, την ένταξη της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ και την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος.

 

Οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να λειτουργούν σε ένα ανταγωνιστικότερο περιβάλλον το οποίο περιορίζει σημαντικά τον παραδοσιακό διαμεσολαβητικό τους ρόλο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την άσκηση ισχυρών πιέσεων στην κερδοφορία τους, ενώ παράλληλα καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού συστήματος. Ειδικότερα, το περιβάλλον αυτό δεν αφήνει στις τράπεζες πολλά περιθώρια επιλογής. Απεναντίας δημιουργεί την ανάγκη αφενός ευελιξίας / προσαρμοστικότητάς τους στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις της αγοράς και αφετέρου δημιουργίας ισχυρών και ανταγωνιστικών ιδρυμάτων.

 

Όμως, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ευρισκόμενο σε μεγάλο βαθμό κάτω από τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του κράτους χαρακτηριζόταν για την ανορθολογική λειτουργία και αναποτελεσματικότητα του και συγκεκριμένα το χαμηλό επίπεδο αποδοτικότητάς του, τα διογκωμένα λειτουργικά του έξοδα και κατ’ επέκταση το υψηλό κόστος παροχής χρήματος και τραπεζικών υπηρεσιών προς τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Βασικές αιτίες η γραφειοκρατική διαχείριση των διαθεσίμων κεφαλαίων και το αντιπαραγωγικό καθεστώς εργασίας.

 

Κατά συνέπεια, η δημιουργία ισχυρών και ανταγωνιστικών μονάδων δεν θα μπορούσε να διασφαλισθεί μόνο με το μέγεθος αφού στην πράξη η απόκτηση μεγέθους μέχρι ενός σημείου εξασφαλίζει οικονομίες κλίμακας και δυνατότητα επέκτασης των εργασιών τους και σε άλλες αγορές, ενώ παράλληλα, εν μέρει μόνο, αντισταθμίζει τα αρνητικά αποτελέσματα από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό σε συνθήκες χαμηλού πληθωρισμού και επιτοκίων.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η απορρόφηση της Ε.Κ.Τ.Ε από τη Ε.Τ.Ε (προφανώς με σκοπό την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων και την ενίσχυση της κερδοφορίας της Εθνικής), που είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου τραπεζικού οργανισμού χωρίς όμως διοικητική και διαχειριστική απεξάρτηση από το κράτος και χωρίς ουσιαστική παρέμβαση στο αντιπαραγωγικό καθεστώς εργασίας.

 

Κατά τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες για να ανταποκριθούν στο νέο απελευθερωμένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον χάραξαν μακροχρόνιες στρατηγικές ανάπτυξης και βελτίωσης της επιχειρηματικότητας τους. συγκεκριμένα, διεύρυναν την γκάμα των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, επεκτάθηκαν στον τομέα της λιανικής τραπεζικής. Με σκοπό την ενίσχυση της θέσης τους στο εσωτερικό ορισμένες προχώρησαν σε συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών, καθώς και σε στρατηγικές συμφωνίες με ισχυρά ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα. Παράλληλα, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες επεξέτειναν τις δραστηριότητές τους σε χώρες της περιοχής των Βαλκανίων και της Ν.Α. Ευρώπης.

 

Όμως, στην παρούσα φάση έντονης αστάθειας και αβεβαιότητας η δημιουργία ενός ισχυρού τραπεζικού συστήματος εξαρτάται κυρίως από την προώθηση ρυθμίσεων – διαρθρωτικών αλλαγών που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και αποτελεσματικότητάς του. Προς την κατεύθυνση αυτή βασικές προτεραιότητες των τραπεζών θα πρέπει να είναι:

1.       Η αύξηση του μεγέθους τους το οποίο παραμένει μικρό σε σύγκριση με το αντίστοιχο των χωρών της ευρωζώνης (ο λόγος ενεργητικού των τραπεζών προς Α.Ε.Π στη χώρα μας είναι 150%, ενώ στην Ε.Ε 265%). Σημειώνεται ότι, στο τέλος του 2001 μόνο δυο ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνονταν στα 100 μεγαλύτερα της Ευρώπης και κανένα στα 100 μεγαλύτερα παγκοσμίως.

2.       Η περαιτέρω ενίσχυση της παρουσίας της στη Βαλκανική με την ανάπτυξη των εργασιών τους ιδιαίτερα στη λιανική και επενδυτική τραπεζική, στα χρηματιστηριακά προϊόντα και αγορές, ώστε να καταστούν ισχυρές περιφερειακές τράπεζες.

3.       Ο άμεσος εξορθολογισμός της λειτουργίας τους με βάση ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ιδιαίτερα των κρατικών τραπεζών που εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από δυσκαμψίες και ανεπάρκειες ως προς τον τρόπο διοίκησής τους.

4.       Η ανάγκη βελτίωσης της εξυπηρέτησης πελατών (retail ή corporate) με το μικρότερο δυνατό κόστος. Αυτό απαιτεί: προσφορά νέων προϊόντων και υπηρεσιών σε ανταγωνιστικές τιμές, εφαρμογή νέων τρόπων διάθεσής τους, χρήση των νέων τεχνολογιών και συστημάτων, σωστά καταρτισμένα τραπεζικά στελέχη, εξορθολογισμό του λειτουργικού κόστους, καθώς και ορθολογική διάρθρωση δικτύου. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους χωρίς να χρειάζεται να προσφύγουν στα υψηλά επιτόκια.

5.       Η προσπάθεια βελτίωσης των δεικτών κόστους μέσω της αυστηρότερης διαχείρισης των λειτουργικών εξόδων ( το 2002 διαμορφώθηκαν σε 2,3% ως ποσοστό του ενεργητικού των τραπεζών) κυρίως των μισθολογικών. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να συνδυάζεται με την εφαρμογή προγραμμάτων υποχρεωτικής εξόδου ή εξαναγκασμού σε παραίτηση στελεχών με πολύχρονη εμπειρία στον τραπεζικό χώρο (π.χ. περίπτωση ΕΤΕ)

6.       Η βελτίωση των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου (π.χ. να είναι δυνατή η διαβάθμιση του κινδύνου κατ’ είδος δανείου και πελάτη), έτσι που οι τράπεζες να υποχρεώνονται στις μικρότερες δυνατές εξασφαλίσεις, άρα στο μικρότερο κόστος και στη δυνατότητα προσφοράς χαμηλών επιτοκίων.

7.       Η εφαρμογή βελτιωμένων μεθόδων αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού τους που όμως δεν θα πρέπει να συνδυάζεται με την απενεργοποίηση σημαντικού αριθμού εξειδικευμένων στελεχών και αντικατάστασής τους με υψηλά αμειβόμενους συμβούλους και εξωτραπεζικά στελέχη αμφιβόλου αξίας και συνεισφοράς.

8.       Η ορθολογικοποίηση και περιορισμός του μεγέθους του δικτύου καταστημάτων τους, ώστε να γίνουν πιο ευέλικτα. Η διατήρηση ενός εκτεταμένου δικτύου που έχει αναπτυχθεί ανορθολογικά, επιβαρύνει σημαντικά το λειτουργικό κόστος και άρα την αποτελεσματικότητα των τραπεζών.

9.       Η συνεχής διεύρυνση και αναμόρφωση των σχέσεων τους με τις παραγωγικές τάξεις δεδομένου ότι η δραστηριότητά τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με εκείνη των τραπεζών. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η στήριξη της επιχειρηματικότητας (κυρίως των Μ.Μ.Ε που αποτελούν και τον κορμό της ελληνικής οικονομίας) όπου τα περιθώρια για επέκταση και μεγαλύτερη είναι σημαντικά.

10.   Η ορθολογική ανάπτυξη των εναλλακτικών δικτύων διανομής των προϊόντων τους (π.χ. ΑΤΜ’ς), λόγω του αυξημένου αρχικού κόστους υλοποίησης της σχετικής επένδυσης. Σημειώνεται ότι στη χώρα μας η αναλογία τους προς τον πληθυσμό είναι χαμηλή (452 ΑΤΜ’ς ανά ένα εκατ. κατοίκους) σε σχέση με τον αντίστοιχο μ.ο. της ευρωζώνης (650 ΑΤΜ’ς ανά ένα εκατ. κατοίκους).

 

 

 

Δημήτρης Κέντρος M.Sc., PhD

Μέλος των Ομάδων Ανταγωνισμού & Τραπεζών.

Πολιτικό Γραφείο Πάτρα:
Διεύθυνση: Μιαούλη 48, Πάτρα
Τηλέφωνο: 2610344700 και 2610344702
 
Επίσημη Ιστοσελίδα Κόμματος:

Ακολουθείστε μας στα Social Media


@ninikolopoulos

© Copyright 2009 - 2024 Νίκος Ι. Νικολόπουλος